- Ἰταλιωτικά
- ἸταλιωτικόςItalianneut nom/voc/acc plἸταλιωτικά̱ , ἸταλιωτικόςItalianfem nom/voc/acc dualἸταλιωτικά̱ , ἸταλιωτικόςItalianfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Απουλία — (Puglia). Διοικητικό διαμέρισμα (19.347 τ. χλμ., 3.983.487 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, της oποίας καταλαμβάνει το νοτιότατο άκρο, με πρωτεύουσα το Μπάρι. (312.200 κάτ.). Στα Ν και ΝΑ βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος και συνορεύει στα ΒΔ με την… … Dictionary of Greek
νομισματική — Επιστήμη που μελετά τα νομίσματα από κάθε άποψη: οικονομική, ιστορική, καλλιτεχνική. Η αρχαία ν. είναι ο κλάδος εκείνος της ν. που μελετά τα αρχαιότερα νομίσματα στη λεκάνη της Μεσογείου και ειδικά τα ελληνικά, ρωμαϊκά, κελτικά, φοινικικά,… … Dictionary of Greek